- τευχότομος
- οπολυσέλιδο τεύχος, μικρός τόμος: Με τους τευχότομους επιταχύνεται μια έκδοση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τευχότομος — ο, Ν (ιδιωμ. τ.) τεύχος με πολλές σελίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεύχος + τόμος] … Dictionary of Greek